- αναλειωτός
- -ή, -ό [αναλειώνω]διαλυμένος, λειωμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάλειωτος — η, ο αυτός που δεν διαλύθηκε ή δεν μπορεί να διαλυθεί, ο άλειωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναλειωτός. Η σημασία της αρνήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
αναλειώνω — 1. διαλύω, λειώνω 2. χαλαρώνομαι, παραλύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * επιτ. + λειώνω. ΠΑΡ. ανάλειωμα, αναλειωτός] … Dictionary of Greek